- ακονιτί
- ἀκονιτὶ και -τεὶ επίρρ. (Α) [ἀκόνιτος]1. χωρίς τη σκόνη τού στίβου2. (ειδικά για τους νικητές αγώνων) χωρίς κόπο ή προσπάθεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκονιτί — ἀκονῑτί̱ , ἀκονιτί without the dust of the arena indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακόνιτο — (aconitum). Επιστημονική ονομασία γένους ποωδών, πολυετών φυτών της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. Περιλαμβάνει περισσότερα από 60 είδη της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Τα φυτά αυτά έχουν ψηλό βλαστό που μπορεί να φτάσει σε ύψος… … Dictionary of Greek
μυσικαρφί — (Α) επίρρ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «οἱ μὲν ἀνέγνωσαν ὡς ἀκονιτί, καί φασιν ὅτι τὸ μεμυκότως (με τα μάτια κλειστά) καὶ ξηρῶς ποιεῑν (γελᾱν) οὕτω λέγουσιν» 2. (κατά τον Φώτ.) «μεμυκότως καὶ ξηρῶς, μὴ ἐκ φανεροῡ γελᾱν». [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο πιθ … Dictionary of Greek
ἀκονιτεί — ἀκονῑτεί , ἀκονιτί without the dust of the arena indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ken-2, kenǝ-, keni-, kenu-; — ken 2, kenǝ , keni , kenu ; English meaning: to rub, scrape off; ashes Deutsche Übersetzung: “kratzen, schaben, reiben” Note: various with conservative extensions Material: I. Leichte basis: Gk. κόνις, ιος f. “dust, ash” ( is… … Proto-Indo-European etymological dictionary